- τριθαλής
- -ές, Α1. ο πολύ θαλερός, ανθηρότατος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριθαλέςτο φυτό αείζωο το μικρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -θαλής (< θάλος, τὸ, «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ἡμιθαλής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek